Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρδιόσχημος
1 εγγραφή
καρδιόσχημος -η -ο [karδiósximos] Ε5 : που έχει το σχήμα της καρδιάς.

[λόγ. καρδιο- + σχήμ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες