Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρδιολόγος
1 εγγραφή
καρδιολόγος ο [karδiolóγos] Ο18 θηλ. καρδιολόγος [karδiolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην καρδιολογία.

[λόγ. < γαλλ. cardiologue < cardio- = καρδιο- + -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες