Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρδιακός
2 εγγραφές [1 - 2]
καρδιακός 1 -ή -ό [karδiakós] Ε1 προφ. θηλ. και καρδιακιά στη σημ. δ : α. που ανήκει στην καρδιά: ~ μυς, μυοκάρδιο. Kαρδιακή βαλβίδα. β. που έχει σχέση με την καρδιά, που προκαλείται από αυτή: Kαρδιακή πάθηση / ανεπάρκεια / προσβολή. γ. (ανατ.) καρδιακή μοίρα, το σημείο όπου το στομάχι επικοινωνεί με τον οισοφάγο. καρδιακή χώρα, η περιοχή της καρδιάς. δ. (ως ουσ.) ο καρδιακός, θηλ. καρδιακή, αυτός που πάσχει από καρδιακό νόσημα· καρδιοπαθής: Είναι καρδιακή. Φάρμακα για καρδιακούς.

[λόγ. < ελνστ. καρδιακός]

καρδιακός 2 -ή / -ιά -ό [karδjakós] Ε1, Ε2 : γκαρδιακός: Φίλος ~.

[ελνστ. καρδιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες