Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρδερίνα
1 εγγραφή
καρδερίνα η [karδerína] Ο25 : μικρό αποδημητικό, ωδικό πτηνό, με πολύχρωμο φτέρωμα και με ένα χαρακτηριστικό κόκκινο δακτύλιο γύρω από το ράμφος, που ζει και αναπαράγεται και σε κατάσταση αιχμαλωσίας, σε κλουβί· γαρδέλι.

[γενοβ. carderina]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες