Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρβούνιασμα
1 εγγραφή
καρβούνιασμα το [karvúnazma] & καρβούνισμα το [karvúnizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καρβουνιάζω.

[καρβουνιασ- (καρβουνιάζω), καρβουνισ- (καρβουνίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες