Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρβουνιάρης ο [karvunáris] Ο11 θηλ. καρβουνιάρισσα [karvunárisa] Ο27 : (οικ.) 1α. επαγγελματίας που φτιάχνει κάρβουνα από ξύλα ή που πουλάει κάρβουνα: Mαύρος / βρόμικος σαν ~. || (θηλ.) και για τη γυναίκα του καρβουνιάρη. β. θερμαστής. 2. τρένο που κινούνταν με κάρβουνο. || (ειρ.) αργοκίνητο τρένο που κινείται με ατμομηχανή.
[μσν. καρβουνιάρης < κάρβουν(ο) -ιάρης· καρβουνιάρ(ης) -ισσα]