Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρβουνιάζω
1 εγγραφή
καρβουνιάζω [karvunázo] & καρβουνίζω [karvunízo] Ρ2.1α μππ. καρβουνιασμένος και καρβουνισμένος : 1. καίω κτ. εντελώς και το κάνω κάρβουνο ή σαν κάρβουνο: Στον τόπο της πυρκαγιάς βρέθηκαν μόνο καρβουνιασμένα πτώματα. || ψήνω κτ. υπερβολικά και το καίω: Tο καρβούνιασε το ψωμί στο ψήσιμο. 2. μουντζουρώνω, λερώνω με κάρβουνο: Kαρβουνισμένοι τοίχοι.

[κάρβουν(ο) -ιάζω· μσν. καρβωνίζω < καρβων- (δες στο κάρβουνο) -ίζω ( [o > u] κατά το κάρβουνο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες