Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρατάρω
1 εγγραφή
καρατάρω [karatáro] Ρ6α : (παρωχ.) υπολογίζω, λογαριάζω.

[ιταλ. caratar(e) (< carato δες στο καράτι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες