Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραμούζα
1 εγγραφή
καραμούζα η [karamúza] Ο25 : (οικ.) 1. πνευστό ηχητικό όργανο που βγάζει δυνατό και διαπεραστικό ήχο: Φώναζε με μια φωνή σαν ~, για βαριά, ενοχλητικά διαπεραστική φωνή. 2. (μουσ.) α. ζουρνάς. β. ο μακρύς αυλός της γκάιντας.

[ιταλ. cornamusa με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] και ανομ. αποβ. του [n] πριν από [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες