Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραμελώνω
1 εγγραφή
καραμελώνω [karamelóno] Ρ1α μππ. καραμελωμένος : 1. πήζω πολύ ένα σιρόπι και το κάνω καραμέλα. 2. καλύπτω ένα γλυκό με καραμέλα.

[καραμέλ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες