Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραμέλα
1 εγγραφή
καραμέλα η [karaméla] Ο25 : 1α. είδος μικρού ζαχαρωτού από στερεοποιημένο, αρωματισμένο και χρωματισμένο σιρόπι, που συνήθ. δεν το μασούν αλλά το λιώνουν σιγά σιγά μέσα στο στόμα: ~ λεμόνι / φράουλα / γάλακτος. Kαραμέλες για το λαιμό, που ανακουφίζουν τον ερεθισμό του λαιμού. Είναι γλυκός / γλυκιά σαν ~, για κτ. που έχει πολύ γλυκιά γεύση ή για κπ. που είναι πολύ χαριτωμένος ή συμπαθητικός. || ζάχαρη σε μορφή κύβου. β. πυκνό σιρόπι από καμένη ζάχαρη, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική. 2. (μτφ.) για γνώμη, επιχείρημα κτλ., που επαναλαμβάνεται συνεχώς, γιατί εξυπηρετεί ή ευχαριστεί κάποιους, συνήθ. στην έκφραση πιπιλίζω κτ. σαν ~ / πιπιλίζω την ~: Bρήκαν την ~ της δήθεν καταπίεσής τους και την πιπιλίζουν συνεχώς. καραμελίτσα η YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. caramella· καραμέλ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες