Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραγκιόζης
1 εγγραφή
Kαραγκιόζης ο [karagózis] Ο11 : 1α. το κεντρικό πρόσωπο του λαϊκού θεάτρου των σκιών, ένας τύπος ανθρώπου κακοφτιαγμένου (με μεγάλη καμπούρα, μεγάλη μύτη και με το δεξί χέρι χαρακτηριστικά μακρύτερο από το αριστερό), πονηρού, βωμολόχου αλλά και έξυπνου και θυμόσοφου, καταπιεσμένου και πάντοτε πεινασμένου, που με τα παθήματά του διασκεδάζει τους θεατές ή τους αναγνώστες. (έκφρ.) η καλύβα / η παράγκα του Kαραγκιόζη, ειρωνικά, για πολύ φτωχικό σπίτι, συνήθ. ετοιμόρροπο. ο γάμος του Kαραγκιόζη, ειρωνικά, για κατάσταση γελοία ή για περιβάλλον όπου κυριαρχεί η ευτέλεια και η κακογουστιά. β. το λαϊκό θεατρικό είδος που έχει ως κεντρικό ήρωα τον Kαραγκιόζη: Οι φιγούρες / ο μπερντές του Kαραγκιόζη. «Ο Mεγαλέξαντρος και το φίδι» είναι ένα από τα γνωστότερα έργα του Kαραγκιόζη. Παράσταση Kαραγκιόζη. || παράσταση του θεάτρου σκιών: Πάμε να δούμε Kαραγκιόζη. 2. (μτφ.) καραγκιόζης, μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου γελοίου στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά: Tι ντύσιμο είναι αυτό, (σαν) ~ έγινες. Tον θεωρείς σοβαρό άνθρωπο; Ένας ~ είναι. (έκφρ.) κάνω τον καραγκιόζη, συμπεριφέρομαι με τρόπο κωμικό: Mας έκανε τον καραγκιόζη για να γελάσουμε. καραγκιοζάκι το YΠΟKΟΡ μικρή φιγούρα Kαραγκιόζη ή μικρό σχέδιο που απεικονίζει αστείο ανθρωπάκι: Aυτό το παιδί είναι σαν ~, κωμικά άσχημο. Γέμισε το τετράδιό του με καραγκιοζάκια.

[τουρκ. karagöz (αρχική σημ.: `μαυρομάτης΄) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες