Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραβοκύρης
1 εγγραφή
καραβοκύρης ο [karavokíris] Ο11 σπάν. πληθ. και καραβοκυραίοι θηλ. καραβοκύρισσα [karavokírisa] Ο27 : (παρωχ.) ιδιοκτήτης και καπετάνιος καραβιού. || θηλ. και για τη γυναίκα του καραβοκύρη.

[μσν. καραβοκύρης < καράβ(ιν) -ο- + κύρης· καραβοκύρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες