Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραβανσεράι
1 εγγραφή
καραβανσαράι το [karavánsarái] & καραβανσεράι το [karavánserái] Ο45 : 1. κατάλυμα για τους ταξιδιώτες και για τα υποζύγια των καραβανιών. 2. (μειωτ.) κτίριο αχανές και ακαλαίσθητο.

[τουρκ. kervansaray με ετυμολογική επίδρ. του καραβάνι· κατά το σαράι > σεράι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες