Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραβάνα
2 εγγραφές [1 - 2]
καραβάνα η [karavána] Ο25 : μεταλλικό σκεύος με λαβή, που χρησιμοποιείται για το συσσίτιο των στρατιωτών. ΦΡ λόγια της καραβάνας, λόγια χωρίς σοβαρότητα και σπουδαιότητα, ανοησίες, αερολογίες. παλιά ~, χαρακτηρισμός ανθρώπου με μακροχρόνια πείρα, που συχνά μένει προσηλωμένος σε παλαιά συστήματα και μεθόδους.

[παλ. ιταλ. caravana ( [-ravá-] ) `υπηρεσία του νεοσύλλεκτου΄ (δες στο καραβάνι) με αλλ. της σημ. κατά το τουρκ. caravana ( [-ráva-] ) < ιταλ. caravana]

καραβανάς ο [karavanás] Ο1 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός αμόρφωτου και άξεστου αξιωματικού ή υπαξιωματικού ιδίως αυτού που δεν έχει φοιτήσει σε ανώτατη στρατιωτική σχολή: Παντρεύτηκε έναν καραβανά.

[καραβάν(α) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες