Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπριτσιόζος
1 εγγραφή
καπριτσιόζος ο [kapritsxózos] Ο18 θηλ. καπριτσιόζα [kapritsxóza] Ο25α : αυτός που κάνει, που έχει καπρίτσια, που ενεργεί με τρόπο ιδιόρρυθμο, πεισματάρικο και συχνά ενοχλητικό. || (ως επίθ.).

[ιταλ. capriccioso -ς· καπριτσιόζ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες