Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καπούλι το [kapúli] Ο44 : 1. (οικ., κυρ. πληθ.) τμήμα της ράχης των υποζυγίων, ανάμεσα στη νεφρική χώρα και στο σημείο έκφυσης της ουράς: Tην έβαλε να καθίσει στα καπούλια του αλόγου. Έδωσε του αλόγου του μια στα καπούλια, για να τρέξει. 2. (ειρ., οικ.) προτεταμένα και κατά συνέπεια αντιαισθητικά οπίσθια του ανθρώπινου σώματος, κυρίως του γυναικείου: Περπατάει και κουνάει τα καπούλια της.
[μσν. καπούλι(ο)ν υποκορ. του κάπουλα < *σκάπουλα (αποβ. του σ- από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. [tis-ska > tiska > tis-ka) < πληθ. *σκάπουλαι < λατ. scapulae `ωμοπλάτη ανθρώπου ή ζώου΄]