Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπουτσίνος
3 εγγραφές [1 - 3]
καπουτσίνος 1 ο [kaputsínos] Ο18 : καθολικός μοναχός που ανήκει στο ομώνυμο τάγμα.

[ιταλ. cappuccino ]

καπουτσίνος 2 ο : είδος πιθήκου.

[λόγ. < καπουτσίνος 1 σημδ. αγγλ. capu chin (< cappuccino), επειδή η κόμη του μοιάζει με κουκούλα]

καπουτσίνος 3 ο : είδος φυτού που τα λουλούδια του μοιάζουν με χωνάκια· καπουτσίνι.

[ιταλ. cappuccino (υποκορ. του cappuccio `κουκούλα΄) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες