Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπνοπαραγωγός
1 εγγραφή
καπνοπαραγωγός -ός / -ή -ό [kapnoparaγoγós] Ε16 : για τόπο που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού: H Ελλάδα είναι ~ χώρα. || (ως ουσ.) ο καπνοπαραγωγός, καλλιεργητής και παραγωγός καπνού: Οι καπνοπαραγωγοί παρέδωσαν τα καπνά στους καπνεμπόρους.

[λόγ. καπνο- 2 + παραγωγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες