Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καπνοθάλαμος ο [kapnoθálamos] Ο19 : ειδικός χώρος στον ατμολέβητα, όπου συγκεντρώνονται τα αέρια της καύσης πριν φτάσουν στην καπνοδόχο.
[λόγ. καπνο- 1 + θάλαμος μτφρδ. γαλλ. boîte à fumée]