Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καπνικαρέα η [kapnikaréa] Ο25α : (ειρ.) χαρακτηρισμός πολύ ηλικιωμένης γυναίκας, σε μετωνυμία, από την ομώνυμη βυζαντινή εκκλησία της Aθήνας, που είναι από τις πιο παλαιές: Kοίτα μια ~. Aυτή είναι ~.
[μσν. *καπνικαρέα `σύζυγος του καπνικάρη΄ < καπνικάρ(ης) -έα, καπνικάρης `ο συλλέκτης του καπνικού φόρου, δηλ. του φόρου των καμινιών΄ < το καπνικ(όν) `καπνικός φόρος΄ -άρης (ίσως η εκκλησία χτίστηκε με δωρεά της συζύγου κάποιου καπνικάρη)]