Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καπετανλίκι το [kapetanlíki] Ο44α : (λαϊκότρ.) καπετανάτο.
[καπετάν(ος δες στο καπετάν) -λίκι (πρβ. μσν. καπετανίκι < καπετάν(ος) -ίκι)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[καπετάν(ος δες στο καπετάν) -λίκι (πρβ. μσν. καπετανίκι < καπετάν(ος) -ίκι)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |