Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπετανλίκι
1 εγγραφή
καπετανλίκι το [kapetanlíki] Ο44α : (λαϊκότρ.) καπετανάτο.

[καπετάν(ος δες στο καπετάν) -λίκι (πρβ. μσν. καπετανίκι < καπετάν(ος) -ίκι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες