Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καουμπόης
1 εγγραφή
καουμπόης ο [kaubóis] Ο11 & καουμπόι ο [kaubói] Ο (άκλ.) : 1. έφιππος φύλακας σε κοπάδια βοοειδών στις δυτικές πολιτείες των HΠA. || ήρωας των θρύλων που σχετίζονται με την περίοδο της κατάκτησης των δυτικών περιοχών των HΠA από τους αποίκους και ο ομώνυμος ήρωας κινηματογραφικών ταινιών που αναφέρονται στην περίοδο αυτή. 2. (μτφ., λαϊκ.) άντρας με περήφανη αλλά και προκλητική συμπεριφορά.

[αγγλ. cowboy -ς· λόγ. < αγγλ. cowboy]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες