Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καντούνι
1 εγγραφή
καντούνι το [kandúni] Ο44 : ονομασία στενού δρόμου, σοκακιού, κυρίως στα Επτάνησα.

[μσν. καντούνι < βεν. canton `εσωτερική πλευρά της συνάντησης δύο τοίχων΄ ( [o > u] από επίδρ. του [n] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες