Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καντήλα 1 η [kandíla] Ο25 : μεγάλο καντήλι που κρέμεται από το εικονοστάσιο με αλυσίδα. (έκκλ.) Aκοίμητη* ~. || καντήλι.
[μσν. καντήλα < ελνστ. κανδήλα, κανδήλη (προφ. [nd] ) < λατ. candela]
- καντήλα 2 η : (οικ.) φουσκάλα με υγρό που σχηματίζεται στο δέρμα: Kάη κα και σήκωσε ~ το χέρι μου. Έκαναν καντήλες τα πόδια μου από το περπάτημα.
[< καντήλα 1, ίσως επειδή μπορεί να προξενήσει κάψιμο]



