Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανονάρχης
1 εγγραφή
κανονάρχης ο [kanonárxis] Ο10 & κανόναρχος ο [kanónarxos] Ο20 : (εκκλ.) βοηθός ψάλτη που απαγγέλλει μελωδικά τα τροπάρια κατά στίχους πριν από τη μουσική εκτέλεση.

[ελνστ. κανονάρχης `πρωτοψάλτης΄· μσν. κανονάρχος < κανονάρχ(ης) μεταπλ. -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες