Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανναβούρι
2 εγγραφές [1 - 2]
κανναβούρι το [kanavúri] Ο44 : ο σπόρος του φυτού κάνναβη, που χρησιμοποιείται ως τροφή ωδικών πτηνών που ζουν σε κλουβί. || (λαϊκ.) χασίς.

[μσν. κανναβούριν < αρχ. κάνναβ(ις) -ούρι(ον)]

κανναβουριά η [kanavurjá] Ο24 : (λαϊκ.) το φυτό ινδική κάνναβη.

[κανναβούρ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες