Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καναδέζικος
1 εγγραφή
καναδέζικος -η -ο [kanaδézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kαναδέζους ή στον Kαναδά ή που προέρχεται από αυτόν· καναδι κός: Kαναδέζικες λίμνες. ~ κινηματογράφος.

[Καναδέζ(ος) -ικος < ιταλ. Canad(ese) -έζος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες