Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κανίς το [kanís] Ο (άκλ.) : ράτσα μικρόσωμου σκυλιού με μακρύ και σγουρό μαλλί: Tα ~ είναι σκυλιά του σαλονιού.
[λόγ. < γαλλ. caniche]
- κανίσκι το [kaníski] Ο44 : μικρό πανέρι που συνήθ. το γέμιζαν με δώρα και το έστελναν σε επίσημες οικογενειακές τελετές, π.χ. σε γάμους, βαφτίσια κτλ. || (επέκτ., λαϊκότρ.) οποιοδήποτε δώρο· πεσκέσι.
[μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον `καλαμένιο καλαθάκι΄]
- κανίστρι το [kanístri] Ο44 : (λαϊκότρ.) πανέρι.
[μσν. κανίστρι(ον) υποκορ. του αρχ. κάνιστρον]
- κάνιστρο το [kánistro] Ο42 : 1. πλατύ και άβαθο καλάθι· πανέρι: Kοπέλες κρατούσαν κάνιστρα με λουλούδια. 2. εξάρτημα ανυψωτικού μηχανήματος, όπου τοποθετούνται τα υλικά που μεταφέρονται.
[λόγ. < αρχ. κάνιστρον]