Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κανίβαλος ο [kanívalos] Ο20α : 1. μέλος πρωτόγονης φυλής που τρώει ανθρώπινο κρέας· ανθρωποφάγος. 2. (μτφ.) α. χαρακτηρισμός ανθρώπου που, για να επικρατήσει στην κοινωνία, δε διστάζει να εξοντώσει ή να εκμηδενίσει τους συνανθρώπους του. β. (συνήθ. πληθ., μειωτ.) χαρακτηρισμός ομάδας πολύ άτακτων παιδιών ή νεαρών: Ήρθαν οι κανίβαλοι και τα γκρέμισαν όλα. Πηδούν και φωνάζουν σαν κανίβαλοι.
[λόγ. < ισπαν. canibal -ος από γλ. Ινδιάνων της Καραϊβικής (`γενναίος΄)]