Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κανί 1 το [kaní] Ο43 & κανίο το [kanío] Ο39 : ραντιστήρι, κυρίως ως εκκλησιαστικό σκεύος.
[μσν. καννί(ον) `κύπελλο΄ υποκορ. του ελνστ. κάννα `καλάμι΄ (δες στο κάννη) (ορθογρ. απλοπ.)]
- κανί 2 το (συνήθ. πληθ.) : (ειρ.) μακριά και αδύνατα πόδια: Άπλωσε τα κανιά του. Mάζεψε τα κανιά σου. Έχει στραβά κανιά, είναι στραβοκάνης.
[μσν. καννί(ον) `κόνδυλος καλαμιού΄ υποκορ. του ελνστ. κάννα `καλάμι΄ (δες στο κάννη) (ορθογρ. απλοπ.)]
- κανιβαλικός -ή -ό [kanivalikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με τον κανιβαλισμό, που αναφέρεται στη φυλή των κανιβάλων· ανθρωποφαγικός: Kανιβαλικές συνήθειες. β. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει η αγριότητα των κανι βάλων: Kανιβαλική ωμότητα. Kανιβαλικά ένστικτα. || (ψυχαν.) Kανιβαλικές επιθυμίες. 2. (ζωολ.) που τον χαρακτηρίζει ο κανιβαλισμός: Kανιβαλικές ανεμώνες.
[λόγ. κανίβαλ(ος) -ικός]
- κανιβαλισμός ο [kanivalizmós] Ο17 : 1α. συνήθεια, έθιμο πρωτόγονων λαών να τρώνε ανθρώπινο κρέας· ανθρωποφαγία. β. (μτφ.) συμπεριφορά ανθρώπου που, για να επικρατήσει στην κοινωνία, χρησιμοποιεί σκληρά και απάνθρωπα μέσα. 2. (ζωολ.) η συνήθεια που έχουν ορισμένα ζώα να καταβροχθίζουν συγγενικά τους είδη, όταν αντιμετωπίζουν έλλειψη τροφής ή σε περίπτωση υπερπληθυσμού.
[λόγ. κανίβαλ(ος) -ισμός]
- κανίβαλος ο [kanívalos] Ο20α : 1. μέλος πρωτόγονης φυλής που τρώει ανθρώπινο κρέας· ανθρωποφάγος. 2. (μτφ.) α. χαρακτηρισμός ανθρώπου που, για να επικρατήσει στην κοινωνία, δε διστάζει να εξοντώσει ή να εκμηδενίσει τους συνανθρώπους του. β. (συνήθ. πληθ., μειωτ.) χαρακτηρισμός ομάδας πολύ άτακτων παιδιών ή νεαρών: Ήρθαν οι κανίβαλοι και τα γκρέμισαν όλα. Πηδούν και φωνάζουν σαν κανίβαλοι.
[λόγ. < ισπαν. canibal -ος από γλ. Ινδιάνων της Καραϊβικής (`γενναίος΄)]
- κανίς το [kanís] Ο (άκλ.) : ράτσα μικρόσωμου σκυλιού με μακρύ και σγουρό μαλλί: Tα ~ είναι σκυλιά του σαλονιού.
[λόγ. < γαλλ. caniche]
- κανίσκι το [kaníski] Ο44 : μικρό πανέρι που συνήθ. το γέμιζαν με δώρα και το έστελναν σε επίσημες οικογενειακές τελετές, π.χ. σε γάμους, βαφτίσια κτλ. || (επέκτ., λαϊκότρ.) οποιοδήποτε δώρο· πεσκέσι.
[μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον `καλαμένιο καλαθάκι΄]
- κανίστρι το [kanístri] Ο44 : (λαϊκότρ.) πανέρι.
[μσν. κανίστρι(ον) υποκορ. του αρχ. κάνιστρον]
- κάνιστρο το [kánistro] Ο42 : 1. πλατύ και άβαθο καλάθι· πανέρι: Kοπέλες κρατούσαν κάνιστρα με λουλούδια. 2. εξάρτημα ανυψωτικού μηχανήματος, όπου τοποθετούνται τα υλικά που μεταφέρονται.
[λόγ. < αρχ. κάνιστρον]