Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κανάκεμα το [kanákema] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κανακεύω. || (πληθ.) χάδια.
[μσν. κανάκεμα < κανακεύ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]