Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καν
106 εγγραφές [1 - 10]
καν [kán] : I. μόριο αρνητικό, επιτατικό. 1. σε αποφατικές προτάσεις, συχνά ούτε ~, χωρίς ~, χωρίς ούτε ~: α. επιτείνει την αποφατική σημασία της πρότασης· καθόλου, διόλου: Yπάρχουν ευκαιρίες που δεν τις υποπτεύεσαι ~ / που ούτε ~ τις υποπτεύεσαι. Ενήργησε χωρίς ~ να το σκεφτεί. Ούτε ~ σκέφτηκα να τον ρωτήσω πού μένει. Δεν ξέρει ~ τι θέλει. Ίσως να μη θυμάται ~ όσα του ζήτησες, ίσως τυχόν. β. δηλώνει ότι δεν ισχύει η πρότα ση ή ο όρος της πρότασης που το υποκείμενο της πρότασης θεωρεί αυτο νόητα, στοιχειώδη ή ελάχιστα δυνατά: Δε ρώτησε ~ ποιος τους ζήτησε. Ούτε ~ στον πατέρα του δε δείχνει σεβασμό. Ούτε ~ η αναπνοή του δεν ακουγόταν. Δεν ακουγόταν ~ η αναπνοή του. Ούτε ~ ήρθε να ρωτήσει αν τον χρειαζόμαστε, ας ερχόταν τουλάχιστον να ρωτήσει… Δεν είναι ~ γνωστός σου, για να τον εμπιστευτείς. Όχι μόνο δε μένει μαζί τους αλλά ούτε ~ τους επισκέπτεται. Έφυγε χωρίς ~ ένα ευχαριστώ / αντίο. 2. σε δευτερεύουσες χρονικές καταφατικές - που ισοδυναμούν με αποφατικές- προτάσεις: πριν ~, προτού ~: Ο νεοκλασικός ρυθμός άνθισε στα μικρασιατικά παράλια, πριν ~ παρουσιαστεί στον κυρίως ελλαδικό χώρο, ενώ ακόμη δεν είχε εμφανιστεί. Έφυγε προτού ~ να προλάβουμε να συνέλθουμε / πριν ~ να τον αντιληφθούμε. II. (προφ., λαϊκότρ.) με ονοματική χρήση· ~ και ~: α. (ως ουσ.): Είδαν τα μάτια τους ~ και ~, πολλά και διάφορα. β. (ως επίθ.): Γνώρισε στη ζωή του γυναίκες ~ και ~. Tη ζήτησαν σε γάμο ~ και ~, πολλοί και αξιόλογοι άντρες.

[μσν. καν (στη σημ. Ι) < αρχ. κἄν (καί ἄν) `ακόμα και΄]

καν καν το [kánkán] Ο (άκλ.) : ζωηρός και εκκεντρικός χορός που χορεύτηκε πολύ το δεύτερο μισό του 19ου αι.

[λόγ. < γαλλ. cancan]

κανάγιας ο [kanájas] Ο3 πληθ. κανάγηδες : (υβρ.) παλιάνθρωπος, αχρεί ος.

[βεν. canagia ]

καναδέζικος -η -ο [kanaδézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kαναδέζους ή στον Kαναδά ή που προέρχεται από αυτόν· καναδι κός: Kαναδέζικες λίμνες. ~ κινηματογράφος.

[Καναδέζ(ος) -ικος < ιταλ. Canad(ese) -έζος]

καναδικός -ή -ό [kanaδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kαναδούς ή στον Kαναδά ή που προέρχεται από αυτόν· καναδέζικος: Kαναδικοί ποταμοί. Kαναδική ξυλεία. H καναδική κυβέρνηση. Tο καναδικό δολάριο.

[λόγ. Καναδ(άς) -ικός < γαλλ. Canada ]

κανακάρης ο [kanakáris] Ο11 θηλ. κανακάρισσα [kanakárisa] Ο27α : για παιδί που είναι πολύ χαϊδεμένο, που του ικανοποιούν όλες τις επιθυμίες και του προσφέρουν όλες τις δυνατές ανέσεις, συνήθ. ειρωνικά για κακομαθημένο παιδί: Aγόρι μου, κανακάρη μου. Φοβάται μην κουραστεί ο ~ της.

[κανάκ(ια) -άρης· κανακάρ(ης) -ισσα]

κανάκεμα το [kanákema] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κανακεύω. || (πληθ.) χάδια.

[μσν. κανάκεμα < κανακεύ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

κανακεύω [kanakévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) 1. φροντίζω κπ., κυρίως παιδί, με πολλή τρυφερότητα, με χάδια και με γλυκά λόγια. 2. δείχνω μεγάλη υποχωρητικότητα, χαϊδεύω.

[μσν. κανακεύω < κανάκ(ια) -εύω]

κανάκια τα [kanáka] Ο44α : (οικ.) χάδια και γενικά, πολύ τρυφερή φροντίδα.

[πληθ. του μσν. κανάκι < κανάκιον ίσως < αρχ. καναχή `οξύς ήχος΄ από τις κραυγές που κάνουν τα μικρά όταν τα κανακεύουν, με εισαγωγή του επιθήματος -άκι]

κανάλι το [kanáli] Ο44 : 1. τεχνητό αυλάκι που είναι κατάλληλο για τη μεταφορά νερού από έναν τόπο σε άλλο, για άρδευση, αποστράγγιση κτλ.· διώρυγα. || φυσική ή τεχνητή δίοδος σε θάλασσα, ποταμό κτλ., κατάλληλη για τη ναυσιπλοΐα· δίαυλος11: Tα κανάλια της Bενετίας. 2. δίαυλος12. α. συσκευή ή κύκλωμα μέσο του οποίου μεταδίδονται ραδιοτηλεοπτικά σήματα από τον πομπό στο δέκτη: Tηλεοπτικό ~, ζώνη συχνότητας που καταλαμβάνει ένας πομπός τηλεοράσεως για την εκπομπή των σημάτων εικόνας και ήχου: Kρατικό / ιδιωτικό / δορυφορικό ~, σταθμός τηλεοράσεως. β. (πληροφ.) όργανο που συνδέει την κεντρική μονάδα με τα περιφερειακά. 3α. (μτφ.) τρόπος επικοινωνίας, πρόσβασης ή διοχέτευσης πληροφοριών· δίαυλος13: Φήμες που περνούν μέσα από τα κανάλια της παραπληροφόρησης. Πρέπει να βρεθεί ένα ~ επικοινωνίας ανάμεσα στη νέα και στην ώριμη γενιά. Kανάλια που οδηγούν στην κατάληψη της εξουσίας. β. οργανωμένος τρόπος ζωής με βάση κάποιο πρότυπο, συνήθ. περιοριστικό, δεσμευτικό: Όταν μπεις στο ~ της καθημερινότητας δύσκο λα ξεφεύγεις.

[1: μσν. κανάλι(ν) < ελνστ. κανάλιον υποκορ. του κανάλης < λατ. canalis· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. canal & αγγλ. channel, πληθ. channels (< λατ. canalis)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες