Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμώνομαι
1 εγγραφή
καμώνομαι [kamónome] Ρ1β : (λαϊκότρ.) προσποιούμαι, υποκρίνομαι· κάνω πως… ή παριστάνω τον…: Kαμώθηκε πως δεν άκουσε. Kαμώνεται τον άρρωστο / τον αθώο. || (έκφρ.) να καμωθείς, για να εκφράσουμε τη δυσαρέσκεια ή την αγανάκτησή μας, όταν κάποιος μας ρωτάει, τι να κάνει. (ειρ.) τι κάνεις; -~, βρίσκομαι σε κακή κατάσταση.

[μσν. καμώνω, -ομαι < συνοπτ. θ. καμ- (κάμνω δες στο κάνω) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες