Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμωματού
1 εγγραφή
καμωματού η [kamomatú] Ο37 : (οικ.) γυναίκα που, με την κάπως προσποιητή αλλά χαριτωμένη συμπεριφορά της, προκαλεί το ανδρικό συνήθ. ενδιαφέρον· ναζιάρα.

[καμωματ- (κάμωμα) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες