Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπύλος
1 εγγραφή
καμπύλος -η -ο [kambílos] Ε3 : 1. που δεν είναι ευθύς, που αλλάζει σε κάθε σημείο του διεύθυνση και που έχει μορφή τόξου: Kαμπύλη γραμμή, που δεν είναι ούτε ευθεία ούτε τεθλασμένη. Kαμπύλη επιφάνεια, της οποίας κανένα τμήμα δεν είναι επίπεδο, που είναι κυρτή ή κοίλη. Kαμπύ λη τροχιά. 2. (ως ουσ.) η καμπύλη: α1. (γεωμ.) καμπύλη γραμμή: H έλλειψη, η παραβολή και η υπερβολή είναι καμπύλες. α2. (μαθημ.) το σύνο λο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στο χώρο. || γραφική παράσταση που παρουσιάζει με μία γραμμή τις διακυμάνσεις στην εξέλιξη ενός φαινομένου: H καμπύλη προσφοράς και ζήτησης. Kαμπύλη συχνότητας (ενός φαινομένου). β. (πληθ.) οι καμπυλότητες που σχηματίζει σε ορισμένα σημεία το γυναικείο σώμα (στήθος, γοφοί κτλ.) και που δίνουν θηλυκότητα στη γυναίκα: Γυναίκα με πληθωρικές καμπύλες.

[λόγ.: 1: αρχ. καμπύλος· 2: σημδ. γαλλ. courbe]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες