Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπριολέ
1 εγγραφή
καμπριολέ το [kabriolé] Ο (άκλ.) : 1. τύπος επιβατικού αυτοκινήτου με πτυσσόμενη οροφή και με χωνευτά τα πλαίσια των παραθύρων στις δύο πλευρές. || (ως επίθ.): ~ αυτοκίνητο. 2. μόνιππο με πτυσσόμενο κάλυμμα.

[λόγ. < γαλλ. cabriolet]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες