Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπαρντίνα
1 εγγραφή
καμπαρντίνα η [kabardína] & γκαμπαρντίνα η [gabardína] Ο25 : 1. είδος ελαφρού πανωφοριού από αδιάβροχο ύφασμα: Aντρική / γυναικεία ~. 2. είδος μάλλινου ή βαμβακερού υφάσματος με λεία επιφάνεια και με ύφανση που σχηματίζει διαγώνιες γραμμές: Παντελόνι από ~. || (ως επίθ.): Φούστα ~, από καμπαρντίνα.

[γαλλ. gabardin(e) και αποηχηροπ. [g > k] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες