Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπαρετζού
1 εγγραφή
καμπαρετζού η [kabaredzú] Ο37 : (λαϊκ., μειωτ.) γυναίκα, συνήθ. ελευθερίων ηθών, που εργάζεται σε καμπαρέ, κρατάει συντροφιά στους πελάτες και πίνει μαζί τους.

[καμπαρέ -τζού, θηλ. του -τζής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες