Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμουτσικιά
1 εγγραφή
καμουτσικιά η [kamutsiká] & (προφ.) καμτσικιά η [kamtsiká] Ο24 : χτύπημα με καμουτσίκι: Ο αμαξάς έδωσε μια ~ στο άλογο.

[καμουτσίκ(ι), καμτσίκ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες