Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμουτσικίζω
1 εγγραφή
καμουτσικίζω [kamutsikízo] & (προφ.) καμτσικίζω [kamtsikízo] Ρ2.1α : χτυπώ με καμουτσίκι.

[καμουτσίκ(ι), καμτσίκ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες