Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμουτσί
5 εγγραφές [1 - 5]
καμουτσί το [kamutsí] Ο43 : καμουτσίκι.

[τουρκ. kamçι με ανάπτ. φων. ( [u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

καμουτσιά η [kamutsxá] Ο24 : καμουτσικιά.

[καμουτσ(ί) -ιά]

καμουτσίκι το [kamutsíki] & (προφ.) καμτσίκι το [kamtsíki] Ο44 : είδος μαστιγίου για να χτυπούν τα υποζύγια, που αποτελείται από μια ξύλινη λαβή στην άκρη της οποίας κρέμεται μια δερμάτινη λουρίδα ή ένα χοντρό σκοινί: Xτυπάει το άλογο με το ~ για να τρέξει. Ο καροτσιέρης χτύπησε με το ~ δυνατά τον αέρα. || όργανο βασανισμού: Tον έδειραν με το ~. (έκφρ.) του χρειάζεται ~, χρειάζεται σκληρή τιμωρία για να πειθαρχήσει· ΣYN έκφρ. του χρειάζεται βούρδουλας.

[καμουτσ(ί) -ίκι· τουρκ. kamç(ι) -ίκι]

καμουτσικιά η [kamutsiká] & (προφ.) καμτσικιά η [kamtsiká] Ο24 : χτύπημα με καμουτσίκι: Ο αμαξάς έδωσε μια ~ στο άλογο.

[καμουτσίκ(ι), καμτσίκ(ι) -ιά]

καμουτσικίζω [kamutsikízo] & (προφ.) καμτσικίζω [kamtsikízo] Ρ2.1α : χτυπώ με καμουτσίκι.

[καμουτσίκ(ι), καμτσίκ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες