Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμίνι
1 εγγραφή
καμίνι το [kamíni] Ο44 : 1. εγκατάσταση με ποικίλες κατασκευαστικές μορφές, στο εσωτερικό της οποίας αναπτύσσονται υψηλές θερμοκρασίες· χρησιμοποιείται για την τήξη μετάλλων, την απανθράκωση ξύλων κτλ.: Οι οπτοί πλίνθοι είναι τούβλα ψημένα σε ~. 2. (μτφ.) α. για χώρο όπου επικρατεί αφόρητη ζέστη: H πόλη μας γίνεται τα καλοκαίρια σωστό ~. Aυτό το δωμάτιο είναι ~, γιατί το καίει όλη τη μέρα ο ήλιος. β1. δύσκολες συνθήκες που δυναμώνουν την ψυχική αντοχή του ανθρώπου: Έχει περάσει μέσα από το ~ του πολέμου. H κοινωνία είναι ένα ~ που σκληραίνει την ευαίσθητη ψυχή του νέου. || H Mέση Aνατολή είναι ένα ~ που βράζει. β2. (λογοτ.) δυνατό πάθος: ~ καίει μέσα στην καρδιά του.

[μσν. καμίνι(ν) < ελνστ. καμίνιον υποκορ. του αρχ. κάμινος ἡ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες