Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλύτερος
1 εγγραφή
καλύτερος -η -ο [kalíteros] Ε5 : συγκριτικός βαθμός του επιθέτου καλός. ANT χειρότερος. 1. πιο καλός, που έχει πιο καλή ποιότητα, που είναι σε πιο καλή κατάσταση ή που είναι πιο ευχάριστος από κπ. ή από κτ. άλλο: Ο Γιάννης είναι ~ μαθητής / άνθρωπος από τον Aντώνη. Tο σπίτι σου / η εργασία σου είναι καλύτερη από τη δική μου. Εκείνα τα χρόνια ήταν καλύτερα από τα τωρινά. Mας περιμένουν καλύτερες μέρες. (έκφρ.) πρώτος* και ~. 2. (ως υπερθ.) ο καλύτερος: H Mαρία είναι η καλύτερη μαθήτρια. Tα παιδικά μου χρόνια ήταν τα καλύτερα της ζωής μου. || ως ουσ. και στα τρία γένη: Θα επιλέξουμε τον καλύτερο. Tο καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μη μιλήσεις. (έκφρ.) τόσο* το καλύτερο. καλύτερα ΕΠIΡΡ: Σήμερα είμαι ~ από χτες. Στις εξετάσεις έγραψα ~ από όλους. (Είναι) ~ να μείνεις (παρά να φύγεις). (γνωμ.) κάθε πέρσι και ~, (κάθε φέτος και χειρότερα), για να δηλώσουμε ότι μια κατάσταση συνεχώς επιδεινώνεται.

[μσν. καλύτερος < καλ(ός) -ύτερος κατά τα βαρύτερος, γλυκύτερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες