Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλύβη
1 εγγραφή
καλύβη η [kalívi] Ο30 : (λόγ.) καλύβα. || καλύβα μοναχού.

[λόγ. < αρχ. καλύβη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες