Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλόγνωμος -η -ο [kalóγnomos] Ε5 : χαρακτηρισμός ανθρώπου ήπιου, συγκαταβατικού και ευγενικού.
καλόγνωμα ΕΠIΡΡ. [καλο- + γνώμ(η) -ος (πρβ. ελνστ. καλογνώμων ίδ. σημ.)]