Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοφόρετος
1 εγγραφή
καλοφόρετος -η -ο [kalofóretos] Ε5 : σε ευχή, να φορεθούν καινούρια ρούχα ή παπούτσια με υγεία και με χαρά: Kαλοφόρετο να είναι το κοστούμι.

[καλο- + φορε- (φορώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες