Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοφαγία
1 εγγραφή
καλοφαγία η [kalofajía] Ο25α : το να τρώει κάποιος πλούσια και εκλεκτή τροφή, το να καλοτρώει.

[λόγ. < μσν. καλοφαγία < καλοφαγ- (καλοτρώω) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες