Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοφαγάς
1 εγγραφή
καλοφαγάς ο [kalofaγás] Ο1 θηλ. καλοφαγού [kalofaγú] Ο37 : (οικ.) αυτός που του αρέσει να τρώει πολύ και καλό φαγητό: Tαβέρνα / εκλεκτοί μεζέδες για καλοφαγάδες.

[καλο- + φαγ- (τρώω) -άς· καλοφαγ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες