Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλουμάρω [kalumáro] Ρ6α μππ. καλουμαρισμένος : (ναυτ.) χαλαρώνω το σκοινί ή την αλυσίδα της άγκυρας.
[αντδ. < ιταλ. calumar(e) ή βεν. calomar -ω `ξετυλίγω και δένω σκοινί από το καράβι στο μόλο για να το αράξω΄ < υστλατ. *chalaumare < αρχ. χαλῶ `χαλαρώνω΄ (δες και καλούμπα, καλάρω, χαλώ)]