Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλουμάρω
1 εγγραφή
καλουμάρω [kalumáro] Ρ6α μππ. καλουμαρισμένος : (ναυτ.) χαλαρώνω το σκοινί ή την αλυσίδα της άγκυρας.

[αντδ. < ιταλ. calumar(e) ή βεν. calomar `ξετυλίγω και δένω σκοινί από το καράβι στο μόλο για να το αράξω΄ < υστλατ. *chalaumare < αρχ. χαλῶ `χαλαρώνω΄ (δες και καλούμπα, καλάρω, χαλώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες